- υποκρέκω
- ΜΑμτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαιαρχ.1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκεινἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κρέκω «πλήττω, κρούω, χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο, παίζω όργανο»].
Dictionary of Greek. 2013.